- πήρωμα
- τὸ, Α [πηρώ]1. ακρωτηριασμένο ή ατελές ζώο2. πήρωση, ακρωτηριασμός, αναπηρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πήρωμα — mutilated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρωμάτων — πήρωμα mutilated neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώμασι — πήρωμα mutilated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώμασιν — πήρωμα mutilated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώματα — πήρωμα mutilated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηρώματος — πήρωμα mutilated neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)